25.2 C
Almyros
4 Οκτωβρίου 2024 11:30
ESPA
ΑρχικήΜΑΓΝΗΣΙΑ«Χριστούγεννα με τη Σονάτα»: Το Διήγημα της ειδικής παιδαγωγού Ζ. Μακρονάσιου

«Χριστούγεννα με τη Σονάτα»: Το Διήγημα της ειδικής παιδαγωγού Ζ. Μακρονάσιου

Ένα μικρό διήγημα συνέγραψε η Ειδική Παιδαγωγός και ποιήτρια Ζωή Μακρονάσιου εν όψει των Χριστουγέννων, με αφορμή τους συνανθρώπους μας που περνούν μοναχικά τις εορτές. Αν και οι εορτές των Χριστουγέννων είναι οικογενειακές, ωστόσο δεν έχουν όλοι αυτό το προνόμιο.

Χριστούγεννα με τη Σονάτα

            Η πόρτα έκλεισε ερμητικά πίσω της κι εκείνη δεν είχε συνειδητοποιήσει ακριβώς τι της συμβαίνει.

-Χρόνια πολλά κι ευτυχισμένα Χριστούγεννα, μανούλα! Μόλις που πρόλαβε να ακούσει κι ένα τρυφερό, παιδικό κοριτσίστικο χεράκι κουνιόταν αμέσως μετά μέσα από το θολωμένο τζάμι της πίσω πόρτας του αυτοκινήτου, σχηματίζοντας με το δαχτυλάκι της πάνω του μια τεράστια καρδιά, εκείνη τη μουντή παραμονή των Χριστουγέννων, ημέρα Κυριακή.

            Από παιδί αντιπαθούσε τις Κυριακές, τις είχε συνδέσει πάντα με χειμωνιάτικα τοπία, μόνο που αντί να κάθεται και να χουχουλιάζει δίπλα στο τζάκι παρέα με τις κουκλίτσες της, έπρεπε να διαβάζει τα μαθήματά της για την επόμενη μέρα στο σχολείο.

-Πάντα τα αφήνεις όλα για τελευταία στιγμή! Όλο το σαββατοκύριακο τι έκανες; Γκρίνιαζε επίμονα η μητέρα της, ενώ η ίδια είχε αρχίσει ήδη να μουτζοκλαίει. Τη μητέρα της τη θυμάται πάντα ακέραια, σταθερή και ατσάλινη, να προβλέπει και να επιτηρεί τα πάντα, εκείνη όμως έμοιαζε στον πατέρα της, αυθόρμητη και παρορμητική διαρκώς.

            Η πόρτα έκλεισε ερμητικά πίσω της κι εκείνη δεν είχε συνειδητοποιήσει ακριβώς τι της συμβαίνει. Σε λίγες ώρες θα ξημέρωνε Χριστούγεννα και αποσβολωμένη έμεινε να κοιτάζει τα λαμπάκια που αναβόσβηναν ρυθμικά στο τεράστιο χριστουγεννιάτικο δέντρο ενός αρχοντικού σαλονιού. Ήταν μόνη. Πρώτα Χριστούγεννα ολομόναχη κι αφού έφερε ξανά στο μυαλό της εκείνο το τρυφερό, παιδικό κοριτσίστικο χεράκι που κουνιόταν μέσα από το θολωμένο τζάμι του αυτοκινήτου, άρχισε να μετρά υπομονετικά τους ανθρώπους που πέρασαν από τη ζωή της: φίλοι, συγγενείς, εραστές. Μα πού ήταν άραγε όλοι αυτοί; Πώς είχαν εξαφανιστεί από τη ζωή της ξαφνικά; Κι έπειτα έπιασε να θυμάται ισχυρές υποσχέσεις, βαρύγδουπα λόγια και δακρύβρεχτες συγνώμες που είχαν γεμίσει τη ζωή της.

-Αναλώσιμα όλα! Μόλις που ψιθύρισε και στο άδειο σαλόνι ακούστηκε σαν αντίλαλος… αναλώσιμη κι εγώ…

            Πήρε ξανά να θυμάται τα παιδικά της χρόνια, τότε που το ίδιο ακριβώς αρχοντικό σαλόνι έσφυζε από κόσμο, οι αγαπημένοι της παππούδες με τα πλούσια δώρα τους, οι μαμάδες με τα πεντανόστιμα φαγητά τους, οι μπαμπάδες με τις ατελείωτες συζητήσεις τους και τα βροντερά γέλια τους και παιδιά… αχ! Αλήθεια πόσα παιδιά!

            Νόμισε για μια στιγμή πως άκουσε αυτές τις παιδικές, χαρούμενες φωνές του παρελθόντος από τα ξαδέρφια της, νόμισε για μια στιγμή πως άκουσε να χτυπά το κουδούνι: πρέπει να ήταν ο Άγιος Βασίλης, δηλαδή ο θείος Τάκης, που έφερνε πάντα τα δώρα, ντυμένος αντίστοιχα στα κόκκινα, όπως ακριβώς άρμοζε στην περίσταση.

            Για λίγα δευτερόλεπτα σκέφτηκε νοσταλγικά να τηλεφωνήσει σε αυτά τα ξαδέρφια της κι ας είχαν πλέον να μιλήσουν χρόνια. Τόσες γλυκές αναμνήσεις ανακατεμένες με τα μελομακάρονα και τους κουραμπιέδες και τον μπακλαβά της γιαγιάς που μοσχοβολούσε πάντα γαρίφαλο, δεν μπορεί, κάποια γεύση θα είχαν αφήσει και στους υπόλοιπους.

            Δεν πήρε ποτέ εκείνο το τηλέφωνο, παρά βάλθηκε να ψαχουλεύει στα άλμπουμ στιγμές από εκείνες τις γιορτινές μέρες του παρελθόντος. Χαμόγελα, αστείες γκριμάτσες, στιγμές ευτυχίας που την έκαναν για λίγο να χαμογελάσει κι έπειτα ένα δάκρυ αυλάκωσε το ελαφρώς ρυτιδωμένο της πρόσωπο, κυλώντας μέχρι το αβυσσαλέο ντεκολτέ της.

            Τώρα το μόνο που της είχε απομείνει ήταν ο κρότος της πόρτας που έκλεισε ερμητικά πίσω της, ενώ εκείνη δεν είχε συνειδητοποιήσει  ακριβώς τι της συμβαίνει. Ακριβώς εκείνη τη νύχτα δεν κοιμήθηκε σχεδόν καθόλου. Μόνη της στριφογύριζε σ’ ένα άδειο κρεβάτι, σ’ ένα άδειο δωμάτιο, σ’ ένα άδειο σπίτι. Κατέβηκε ακροθιγώς την ξύλινη σκάλα που επέμενε να τρίζει και άθελά της το βλέμμα της έπεσε ξανά στα λαμπάκια του χριστουγεννιάτικου δέντρου που ξεχασμένα συνέχιζαν να αναβοσβήνουν ρυθμικά. Η μινιατούρα από το παιδικό καρουζέλ στη μέση του τραπεζιού της τράβηξε το ενδιαφέρον και με το πάτημα ενός κουμπιού αφέθηκε γλυκά στην ατμοσφαιρική μελωδία της Άγιας Νύχτας.

            Ξαπλώνοντας στον καναπέ, ούτε που κατάλαβε πώς την πήρε ο ύπνος ενώ το καρουζέλ συνέχιζε να στριφογυρίζει παρέα με όλη την γκάμα των χριστουγεννιάτικων τραγουδιών, φέρνοντας έντονα για άλλη μια φορά στο μυαλό της εκείνη την παιδική φατσούλα που από μωρό αρέσκετο να παρατηρεί αυτή τη δίνη, καθώς τα λαμπάκια φώτιζαν το αλαβάστρινο πρόσωπό της, κάνοντας τα μάτια της συγκεκριμένα να στραφταλίζουν. Σε λίγο θα χτυπούσαν χαρμόσυνα οι καμπάνες, όμως η ίδια αναρωτιόταν και πάλι εάν είχε μετανιώσει –έστω και τώρα, έστω και αργά- ίσως για κάτι. Η μεταμέλεια, λέει, φοράει ξυλοπάπουτσα, της ήρθε αναπόφευκτα ο συγκεκριμένος στίχος στον νου κι ανέβηκε ξανά  γρήγορα τη σκάλα, αφήνοντας πίσω το ίδιο επίμονο –το ίδιο επίπονο- τρίξιμο.

            Δεν έχασε χρόνο, φόρεσε τα γιορτινά της ρούχα, επέμενε σε εκείνο το αβυσσαλέο ντεκολτέ, διάλεξε τα αγαπημένα της ψηλοτάκουνα, πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου, έκανε να φύγει: να πάει πού-. Κοίταξε από το τζάμι της πόρτας τα γύρω στολισμένα σπίτια τη στιγμή που ο ήλιος δειλά- δειλά ανέτειλε. Γύρισε πίσω με ένα ποτήρι σαμπάνια στο χέρι και λίγη τζαζ μουσική στο πικ- απ.

            Ήταν ήδη πολύ κουρασμένη και ίσα –ίσα που πρόλαβε να αντικρύσει το πρόσωπό της (το πρόσωπό της που άλλο δεν θέλησε σ’ αυτή τη ζωή, παρά να το κρατήσει καθάριο κι αδιαίρετο) στον σκαλιστό καθρέφτη, ενώ δειλά –δειλά ψιθύριζε:

Δεν έχει σημασία αν φεύγεις ή αν γυρίζεις

Ούτε έχει σημασία που ασπρίσαν τα μαλλιά  μου.

Δεν είναι τούτη η θλίψη μου.

Η θλίψη μου είναι που δεν ασπρίζει κι η καρδιά μου…

Περισσότερα Εδω!

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
spot_img
spot_img
spot_img
spot_img

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Μετάβαση στο περιεχόμενο